- συσπανσουάρ
- το, Νάκλ. (ξεν. τ.) όργανο με το οποίο υποβαστάζεται κάτι και έλκεται προς τα πάνω, ανασπαστήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. suspensoir < γαλλ. suspendre < λατ. suspendo «κρεμώ, αναρτώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.